νηστευτής
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
Greek (Liddell-Scott)
νηστευτής: -οῦ, ὁ, = νῆστης, ὁ νηστεύων, Βασίλ. ΙΙΙ, 172D, Ἀστέρ. 373Α, Ἀποφθέγ. Πατέρ. 177C, Ἰω. Μόσχ. 3041D. 2) ὡς ἐπίθετ., Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς Ἀρχιεπίσκ. Κ/πόλεως, Σιμοκ. 280, 2, Θεοφάν. 387, 12, Ὡρολόγ. Σεπτ. 2.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νηστεύτρια (ΑΜ νηστευτής) νηστεύω
1. αυτός που νηστεύει, που τηρεί νηστεία για θρησκευτικούς λόγους
2. (ιδίως για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) αυτός που περνά τη ζωή του με ασκητικό τρόπο
μσν.
ως επίθ. εγκρατής.
German (Pape)
ὁ, = νηστεύς, Sp.