πνευματοεργός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
German (Pape)
[Seite 640] den Geist hervorbringend, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
πνευματοεργός: -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.