πάνσαν
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek (Liddell-Scott)
πάνσαν: (= πᾶσαν, αἰτ. πτῶσ. ἑνικ. ἀριθ.), Ἀγησίδαμος Ἀγησιστράτω ἰερής (ἰερεὺς) γενόμενος τὰν πόλιν πάνσαν προξένος (προξένους) καὶ εὐεργέτας Ἀρκαδικὴ Ἐπιγρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 506.