πάνσαν
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
Greek (Liddell-Scott)
πάνσαν: (= πᾶσαν, αἰτ. πτῶσ. ἑνικ. ἀριθ.), Ἀγησίδαμος Ἀγησιστράτω ἰερής (ἰερεὺς) γενόμενος τὰν πόλιν πάνσαν προξένος (προξένους) καὶ εὐεργέτας Ἀρκαδικὴ Ἐπιγρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 506.