ἄγκλιμα
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκλιμα: ἀνάκλιμα, «ἵνα (ἔνθα) δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖται», Πολυδ. Α΄. 90.