ἀνάκλιμα
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-ατος, τό, slope, ascent, τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἄγκλιμα Poll.1.90
1 cuesta, pendiente τῆς γῆς Apollod.Poliorc.173.11.
2 quizá asiento del timonel ἵνα δὲ κατακλίνεται ὁ κυβερνήτης, ἄγκλιμα καλεῖται Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 192] τό, das Angelehnte, die schräg aufsteigende Ebene, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλῐμα: τό, ἀνωφέρεια, τὸ πρόσαντες, ἄναντες, Λατ. acclivitas, ἐπὶ τὸ ἀνάκλιμα τῆς γῆς Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 32.