ἰσχυτήριος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
German (Pape)
[Seite 1273] stärkend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡτήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος ἴσχαιμος. ἴδε Littré 4, σ. 312.