ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
σκῡτόδεψος: ὁ, = σκυτοδέψης, Πλάτ. Γοργ. 517Ε, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 11.