σκυτόδεψος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτόδεψος: ὁ, = σκυτοδέψης, Πλάτ. Γοργ. 517Ε, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 11.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σκυτοδέψης.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτόδεψος: и σκῡτοδεψός ὁ Plat., Luc. = σκυτοδέψης.