εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
[Seite 958] ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
ἐπιληστικός: -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79.