ἀροτέον
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. τ. 3. σ. 226, 2.