δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
φῐλόδηρις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας καὶ τὰς ἔριδας, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 170, 78.