πατρονόμος
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
German (Pape)
[Seite 536] eigtl. väterlich waltend, regierend; insbesondere hieß eine Obrigkeit so, der väterliche Sorge für Erziehung und Zucht der Jugend oblag, Plut. an seni 24; οἱ πατρονόμοι, in Sparta der große Rath seit der vom Kleomenes vorgenommenen Staatsverbesserung, Paus. 2, 9, 1; Inscr. 1356, vgl. Böckh Corp. inscr. 1 p. 606.
Greek (Liddell-Scott)
πατρονόμος: -ον, διοικῶν ὡς πατήρ· - Πατρονόμοι, οἱ, ἐν Σπάρτῃ, τὸ μέγα συμβούλιον τὸ μετὰ τὴν μεταρρύθμισιν Κλεομένους τοῦ γ΄ ἀντιστοιχοῦν πρὸς τοὺς πρότερον γέροντας, Πλούτ. 2. 795Ε· «Κλεομένης ὁ Λεωνίδου τοῦ Κλεωνύμου, παραλαβὼν τὴν βασιλείαν ἐν Σπάρτῃ, ... τὸ κράτος τῆς γερουσίας καταλύσας Πατρονόμους τῷ λόγῳ κατέστησεν ἀντ’ αὐτῶν» Παυσ. 2. 9, 1, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σελ. 605 κέξ., Müller Der 3. 7, § 8.