μετάπειστος

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

German (Pape)

[Seite 152] der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Ggstz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51 e.

Greek (Liddell-Scott)

μετάπειστος: -ον, ἢ μεταπειστός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταπείσῃ, Πλάτ. Τίμ. 51Ε, Ὅρ. 414C.