τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός˙ «καταχήνῃ˙ καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.