Greek (Liddell-Scott)
καταχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ χάσκω ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ.
German (Pape)
(χαίνω), mit offenem Munde, mit lautem Gelächter verspotten, verhöhnen, τινός; Hesych. erkl. καταχήνῃ mit καταγελάσῃ.