δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐναποταμιεύω: ταμιεύω ἔν τινι, ἐναποταμιευθῆναι τῷ βαλλαντίῳ Εὐθ. Ζυγ. ἐν Ματθ. τ. 1 σ. 12.