ἐναποταμιεύω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποταμιεύω: ταμιεύω ἔν τινι, ἐναποταμιευθῆναι τῷ βαλλαντίῳ Εὐθ. Ζυγ. ἐν Ματθ. τ. 1 σ. 12.

Spanish (DGE)

guardar, preservar, almacenar c. dat. τὰ δ' ἐμὰ παραγγέλματα τῇ σῇ ψυχῇ ἐναποταμίευσον Procop.Gaz.M.87.1280B.