δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀνδριαντοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀνδριαντοποιοῦ, Πλάτ. Γοργ. 450 C, Ξεν. Ἀπομ. 1. 4, 3.