μοργή

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, μοργίον, s. L, für μορτή, μορτίον.

Greek (Liddell-Scott)

μοργή: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ μορτή, Πολυδ. Ζ΄, 151.