ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἐγγύτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ., δι’ ἐγγυτάτου = ἐγγυτάτω, Θουκ. 8. 96.