πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
μιαντικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μιαίνειν, Ψευδο-Ἰγνάτ. 1277Α.