Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
ἰωχμὸς: ῑ, ὁ, = ἰωκή, Ἰλ. Θ. 89, 158· ἰωή ἀσπέτου ἰωχμοῖο Ἡσ. Θ. 683, πρβλ. Θεόκρ. 25. 279.