ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
SourceGerman (Pape)
[Seite 201] wie eine Quelle hervorsprudeln lassen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπηγάζω: μέλλ. -άσω, (πηγή) ἀναβλύζω, ἀναπέμπω ὕδωρ, Ἐπιφάν. - «ἀναπηγάζει, ἀναδίδωσιν» Ἡσύχ.