σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
[Seite 220] von der Ameise, ameisenartig (?).
μυρμήκειος: -ον, ὅμοιος πρὸς μύρμηκα· ἰδὲ ἐν λέξ. μυρμήκιον.