Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
γλωσσοπυρσόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν γλωσσῶν πυρίνων ἔχων, Ἰω. Δαμ. 1, 679.