γλωσσοπυρσόμορφος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοπυρσόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν γλωσσῶν πυρίνων ἔχων, Ἰω. Δαμ. 1, 679.
Greek Monolingual
γλωσσοπυρσόμορφος, -ον (Μ)
ο γλωσσοπύρσευτος.
γλωσσοπυρσόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν γλωσσῶν πυρίνων ἔχων, Ἰω. Δαμ. 1, 679.
γλωσσοπυρσόμορφος, -ον (Μ)
ο γλωσσοπύρσευτος.