γλωσσοπυρσόμορφος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοπυρσόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν γλωσσῶν πυρίνων ἔχων, Ἰω. Δαμ. 1, 679.
Greek Monolingual
γλωσσοπυρσόμορφος, -ον (Μ)
ο γλωσσοπύρσευτος.