γλωσσοπυρσόμορφος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπυρσόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν γλωσσῶν πυρίνων ἔχων, Ἰω. Δαμ. 1, 679.

Greek Monolingual

γλωσσοπυρσόμορφος, -ον (Μ)
ο γλωσσοπύρσευτος.