ἀπόρως
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans ressources;
2 dans l’embarras;
Cp. ἀπορώτερον ou ἀπορωτέρως, Sp. ἀπορώτατα.
Étymologie: ἄπορος.
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
adv.
1 sans ressources;
2 dans l’embarras;
Cp. ἀπορώτερον ou ἀπορωτέρως, Sp. ἀπορώτατα.
Étymologie: ἄπορος.