λατερπής
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (Slater)
λατερπής ?
1 most delightful εὐνο]ια λατερπει φιλ[ (εὐνοίαλτ;ι> dubitanter Lobel: εὐνολτ;μγτ;ίαλτ;ι> Lloyd-Jones: cf. comm. in Pap. Soc. It., 1391, πιθα[νῶς τὴν] εὔνοιαν κατὰ σύν[θεσιν] εἴρηκεν λατερπ[έα διὰ] τὸ τοὺς λαοὺς τέρπ[ειν (supp. Bartoletti, Barns, Snell) P. Oxy 2622, fr. 1. 3. ad ?fr. 346b.