ἀαδεῖν
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek (Liddell-Scott)
ἀαδεῖν: «ὀχλεῖν, λυπεῖσθαι, ἀδικεῖν· ἀπορεῖσθαι, ἀσιτεῖν», καθ’ Ἡσύχ. ἀλλ’ ἴδ. καὶ Σουΐδ. Ἀμφοτέρων ὅμως αἱ ἑρμηνεῖαι φαίνονται συγκεχυμέναι. Ἴσως σημαίνει «μὴ ἀρέσκειν».
Spanish (DGE)
ὀχλεῖν, ἀπορεῖν Et.Gud., cf. Hsch., Phot.α 5.
• Etimología: Prob. ἀ- priv. + contaminación de la r. que se encuentra en ἅδην y de la de ἡδύς q.u.