δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀγαλματοποιία: ἀγαλματουργία, Πολυδ. Α. 13.
-ας, ἡescultura Philostr.VS 495, VA 5.20, Gym.25, Porph.Abst.2.49, Poll.1.13, 7.108.