ἀγρόνομος

From LSJ
Revision as of 11:45, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρόνομος: ἢ -νόμος, ον, (νέμομαι) ὁ ἐν ἀγροῖς διάγων, ἀγροτικός, ἄγριος, Νύμφαι, Ὀδ. Ζ. 106· θῆρες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 142 (λυρ.): - ἐπὶ ἄσματος, ἀγρ. μοῦσα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου agrestis musa, Ἀνθ. Π. 7. 196 (κῶδιξ Παλατ. ἀγρονόμαν). 2) ἐπὶ τόπων, πλάκες, αὐλαί, Σοφ. Ο. Τ. 1103, Ἀντ. 785 (ἀμφότερα λυρ.)· ὕλη, Ὀππ. Ἁλ. 1. 27. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀγρονόμος, ὁ, (νέμω) ἄρχων ἐν Ἀθήναις ἐπιβλέπων τὰς γαίας τοῦ δημοσίου, συχν. ἐν Πλάτ. Νόμ. ὡς π.χ. 760 Β· πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 6· ἴδε ἐν λ. ὑλωρός.

Spanish (DGE)

-ον
1 que proporciona pastos abundantes πλάκες S.OT 1102, αὐλαί S.Ant.786, ὕλη Opp.H.1.27.
2 que pasta en el campo ζῷα Hp.Vict.2.49.