βαρβαρόθυμος
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
German (Pape)
[Seite 432] mit barbarischem Gemüth, Or. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρόθῡμος: -ον, βαρβαρικοῦ πνεύματος, διαθέσεως, Χρήσ. Σιβυλ. 3. 332.
Spanish (DGE)
(βαρβᾰρόθῡμος) -ον de bárbara intención ἔχθρη Orac.Sib.3.332.