ἀντιπερίαμμα

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερίαμμα: τό, ἀντίθετος δεσμός, Εὐσέβ. εἰς Ψαλμ. σ. 389.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
amuleto usado para contrarrestar los propósitos del demonio, Eus.M.23.768D.