ἄλβολον
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek (Liddell-Scott)
ἄλβολον: τό, = γλήχων, «γληχοῦνι», Διοσκ. 3, 33, (36). Λέξις. Γαλλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot., término galo para el poleo, Mentha pulegion Ps.Dsc.3.31.