γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-ίου, τόharina, αἴρας Gloss.Bot.Gr.452.24, ὀροβίου Hippiatr.Lugd.31, cf. 35, An.Boiss.4.405.762.