ἀναφωνητικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 214] ausrufend, Sp.
Spanish (DGE)
-όν
1 exclamativo, interjectivo προοικονομία τίς ἐστιν ἀναφωνητική Eust.1964.47.
2 adv. -ῶς como una exclamación Eust.1044.52.
[Seite 214] ausrufend, Sp.
-όν
1 exclamativo, interjectivo προοικονομία τίς ἐστιν ἀναφωνητική Eust.1964.47.
2 adv. -ῶς como una exclamación Eust.1044.52.