ἀποκαθιστάω
From LSJ
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποκαθίστημι.
Spanish (DGE)
1 restituir, restablecer c. ac. y dat. o εἰς más ac. (δελφὶς αὐτόν) πάλιν ἀποκαθίστα εἰς τὴν γῆν Duris 7
•devolver una ciudad εἰς τὴν προϋπάρξασαν παρρησίαν D.S.1.78.2, abs. ἰατροῦ ... ἀποκαθιστῶντος τῇ θεραπείᾳ τὸ σῶμα Origenes Cels.2.24, cf. Clem.Al.Fr.44, Tat.Orat.18 (p.20.18.24), τοῦ ... τυφλοῦ τὴν γένεσιν ἀποκαθίστα devolvió al ciego el estado natural (e.d. la vista), Ath.Al.M.26.409A.
2 acompañar a casa c. ac. σχολαστικοὶ δύο ... ἀλλήλους ἀποκαθιστῶντες Hierocl.Facet.20.