διακυρίττομαι

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.

Spanish (DGE)

darse de cabezadas, toparse, chocarse διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.Ep.41 (p.64).