inhabitable
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
adj.
P. and V. οἰκούμενος, V. ἐξοικήσιμος.
ἀοίκητος, δυσοίκητος, δύσοικος, ἄοικος