ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
sextō: adv., v. 1. sextus, B. 2.
sextō, six fois : Treb. Gall. 17, 4.
sextō, Adv., s. sextus.
ἑξάμετρος, ἑκτεύς, ἑκταῖος, Γαβέξ, ἑκτεῖος, ἕκτος