ἑξάμετρος
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A of six metres, ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ = in hexameter measure, Hdt.1.47; ἐν ἔπεσι ἑ. Id.7.220, cf. Pl.Lg.810d; ἑξάμετρα (sc. ἔπη) Arist.Rh.1404a34, Po.1449a27, Demetr.Eloc.1, etc.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕξμ- át. según Hdn.Gr.2.508
1 metr. de seis metros o pies, hexamétrico ref. al hexámetro dactílico ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ en ritmo hexamétrico Hdt.1.47, 62, 5.60, I.AI 2.346, Eun.VS 464, del ritmo de una fórmula PMag.3.437, ἐν ἔπεσι ἑξαμέτροις Hdt.7.220, cf. Pl.Lg.810e, (μέτρα) Arist.Po.1449a27, Demetr.Eloc.1, αἰνιγμάτων ἑξαμέτρων ποιήτρια D.L.1.89, ποίησις I.AI 4.303, στίχοι D.H.Comp.19.3, cf. 4.3, Sch.Il.23.644a
•subst. τὰ ἑξάμετρα hexámetros, e.d., poemas hexamétricos Arist.Rh.1404a34, Aristox.Fr.136, τὰ ἔπη δηλοῖ τὰ ἑξάμετρα Paus.5.18.2, ἐν τοῖς ἑξαμέτροις Ath.698b, 493e, cf. AP 9.190, AP 11.136 (Lucill.), tb. en sg., Paus.10.5.7, Ath.602c, Aristid.Quint.47.9, 11.
2 metrol., subst. τὸ ἑ. (sc. μέτρον) sexto unidad de medida para áridos equiv. a una artaba de 24 quénices CPR 6.74.7, 14 (IV d.C.), cf. PMasp.303.18 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 867] aus sechs Maßen, Versfüßen bestehend, bes. aus sechs Daktylen, hexametrisch, ἔπη, Her. 7, 220; Plat. Legg. VII, 810 d; ἡ Πυθίη ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει Her. 1, 47; οἱ τὰ ἑξάμετρα ποιοῦντες Arist. rhet. 3, 1; Paus. 10, 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de six mesures ou pieds, hexamètre ; τὸ ἑξάμετρον (ἔπος ou μέτρον) le vers hexamètre.
Étymologie: ἕξ, μέτρον.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάμετρος: шестистопный (ἔπη Her., Plat.; τόνος Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάμετρος: ᾰ, ον, ἐν τῇ στιχουργίᾳ ἑξάμετρον εἶναι στίχος συγκροτούμενος ἐκ ποδῶν ἕξ, κυρίως μὲν δακτυλικῶν, ἀλλὰ πολλάκις καὶ σπονδειακῶν (ἴδε Ἑλλην. Μετρικ. Σεμιτέλου σ. 329), ἡ Πυθίη ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε Ἡρόδ. 1. 47· ἐν ἔπεσι ἑξαμέτροις ὁ αὐτ. 7. 220· ποιηταὶ ἐπῶν ἑξαμέτρων Πλάτ. Νόμ. 810D· ἑξάμετρα (ἐξυπακ. ἔπη) Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.
Greek Monotonic
ἑξάμετρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, εξάμετρος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἑξά-˘μετρος, ον adj
of six metres, hexameter, Hdt., etc.
Léxico de magia
-ον de seis metros ref. al ritmo de una fórmula φθινούσης σελήνης λέγε ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ τὸν λόγον cuando la luna se oculte, pronuncia la fórmula en ritmo de hexámetros P III 437