ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
και χρυσοπήνιτος, -ον, ΜΑυφασμένος με χρυσό νήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -πήνητος (< πηνῶμαι < πήνη «νήμα, ύφασμα»)].