χρυσοπήνητος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
και χρυσοπήνιτος, -ον, ΜΑ
υφασμένος με χρυσό νήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -πήνητος (< πηνῶμαι < πήνη «νήμα, ύφασμα»)].