αγλαόπεπλος
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
ἀγλαόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πέπλος.