Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγλαόπεπλος

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

ἀγλαόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + πέπλος.