αγλαόπεπλος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φοράει λαμπρό, ωραίο πέπλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + πέπλος.