Αλεξανδρεύς

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

Ἀλεξανδρεὺς (-έως), ο (Α) Ἀλεξάνδρεια
αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια.