Γλαυκώπιον
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
Greek (Liddell-Scott)
Γλαυκώπιον: τό, ναὸς τῆς Γλαυκώπιδος Ἀθηνᾶς, Ἀλκ. παρὰ Στράβ. 600. πρβλ. 299.
Spanish (DGE)
-ου, τό
Glaucopion templo de Atena Glaucopis, Alc.401Ba.2, Euph.9.4, Str.7.3.6, St.Byz.s.u. Ἀλαλκομένιον, EM 233.29G.
Greek Monolingual
Γλαυκώπιον, το (Α) γλαυκώπις
ναός της Γλαυκώπιδος Αθηνάς.