Κελτίς

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

Κελτίς, ἡ (Α)
βλ. Κελτός.

Russian (Dvoretsky)

Κελτίς: ίδος adj. f кельтская: χιόσι Κελτίσι νιφόμενος Anth. занесенный кельтскими снегами.