Κυνάγχης

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

Κυνάγχης, ὁ (Α) κυνάγχη
(προσωνυμία του Ερμή) αυτός που πνίγει σκύλους.